- ταξινόμος
- ο1. αυτός που ταξινομεί.2. ειδικός υπάλληλος για ταξινομήσεις: Ταξινόμος του ταχυδρομείου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταξινόμος — ο, Ν 1. αυτός που τοποθετεί διάφορα αντικείμενα σε ορισμένη σειρά 2. υπάλληλος ταχυδρομείου ή και άλλων υπηρεσιών που έχει ως έργο την ταξινόμηση τών επιστολών κ.ά. ταχυδρομικών αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + νόμος* (πρβλ. τροχο νόμος). Η λ … Dictionary of Greek
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
βιβλιοθηκάριος — ο, η επόπτης ή ταξινόμος βιβλιοθήκης … Dictionary of Greek
καταλογέας — ο (Α καταλογεύς) [κατάλογος] νεοελλ. αυτός που καταγράφει σε κατάλογο, καταγραφέας, ο ταξινόμος αρχ. ο υπεύθυνος για την καταγραφή τών ονομάτων τών πολιτών σε κατάλογο για τη στρατιωτική τους θητεία ή άλλη δημόσια υπηρεσία … Dictionary of Greek
ταξινομία — η, Ν η ταξινόμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταξινόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Θ. Λιβαδά] … Dictionary of Greek
ταξινομικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταξινόμηση 2. φρ. α) «ταξινομικά χαρακτηριστικά» βιολ. χαρακτηριστικά μορφολογικά, φυσιολογικά, συμπεριφοράς ή δομής, τα οποία οι συστηματικοί απομονώνουν από τα άλλα χαρακτηριστικά τού οργανισμού και … Dictionary of Greek
ταξινομώ — Ν 1. θέτω κατά προδιαγεγραμμένη τάξη, σύμφωνα με ορισμένο σύστημα, κατατάσσω σε ορισμένη σειρά 2. τακτοποιώ, διευθετώ 3. (κυρίως σε ταχυδρομείο) είμαι ταξινόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + νομώ (< νόμος < νόμος), πρβλ. κληρο νομώ. Το ρ.… … Dictionary of Greek
ταξιθέτης — ο θηλ. ταξιθέτρια 1. ταξινόμος. 2. υπάλληλος που οδηγεί στις θέσεις τους θεατές δημόσιου θεάματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)